-
1 είδηση
[-ις (-εως)] η1) весть, известие; сообщение; чаще πλ. новости; δελτίο ειδήσεων сводка новостей, последние известия;η είδηση τού θανάτου τού πατέρα του — весть о смерти его отца;
δεν έχω ειδήσεις από τον αδελφό μου я не имею известий от брата;2) информация; сведения;δεν υπάρχει νεωτέρα είδηση περί... — нет более свежей информации об...;
3) знание, осведомлённость;δεν έχω είδηση απ' αυτό — не имею представления об этом;
§ μικρές ειδήσεις хроника;παίρνω είδηση — замечать; — чуять (разг) (чаще недоброе);
αυτός δεν πήρε είδηση — он ничего не заметил, до него не дошло;
σε πήρα είδηση ό*ι... — я понял, что ты...
-
2 είδηση
[идиси] ουσ. Θ. известие, весть.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > είδηση
-
3 είδηση
[идиси] ουσ θ известие, весть. -
4 είδηση
веcтаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > είδηση
-
5 θλιβερή είδηση
жална веcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θλιβερή είδηση
-
6 haber
είδηση, νέο, άγγελμα, χαμπέρι -
7 весть
весть ж η είδηση, το άγγελμα пропавший без \вестьи о αγνοούμενος* * *жη είδηση, το άγγελμαпропа́вший без вестьи — ο αγνοούμενος
-
8 известие
известие с η είδηση το νέο (новость)' последние —я το δελτίο ειδήσεων (ло радио)* * *сη είδηση; το νέο ( новость)после́дние изве́стия — το δελτίο ειδήσεων ( по радио)
-
9 информация
-
10 новость
новость ж το νέο, η είδηση· приятная \новость το ευχάριστο νέο* * *жτο νέο, η είδησηприя́тная но́вость — το ευχάριστο νέο
-
11 сведение
сведение с 1) η πληροφορία, η είδηση; довести до \сведениея ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ; принять к \сведениею παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα 2) мн.: \сведениея (познания) τα στοιχεία, τα δεδομένα* * *с1) η πληροφορία, η είδησηдовести́ до све́дения — ειδοποιώ, γνωστοποιώ, πληροφορώ
приня́ть к све́дению — παίρνω υπόψη, σημειώνω ιδιαίτερα
2) мн.све́дения (познания) — τα στοιχεία, τα δεδομένα
-
12 сообщение
сообщение с 1) (связь) η συγκοινωνία, η επικοινωνία' прямое \сообщение η κατευθείαν συγκοινωνία 2) (известие) η είδηση, η ανακοίνωση* * *с1) ( связь) η συγκοινωνία, η επικοινωνίαпрямо́е сообще́ние — η κατευθείαν συγκοινωνία
2) ( известие) η είδηση, η ανακοίνωση -
13 известие
извести||ес \. ἡ είδηση [-ις], τό νέο, ἡ πληροφορία:приятное \известие ἡ εὐχάριστη είδηση· последние \известиея (по радио) τά τελευταία νέα, οἱ τελευταίες εἰδήσεις·2. мн. (периодическое издание) τό δελτίοΜ, τά πρακτικά:Известия Академии Наук СССР τό Δελτίον τής 'Ακαδημίας τῶν 'Επιστημών τής ΕΣΣΔ3. мн. (название газеты) ἡ Ίζβέστια -
14 весть
весть 1-и, γεν. πλθ. -ей θ.είδηση, νέο•радостная весть ευχάριστη είδηση.
|| πλθ. -и διαδόσεις, κοινολογήσεις.εκφρ.без -и пропасть – χάνομαι χωρίς ν’ αφήσω ίχνη.весть 2(3ο προσ. ενκ. ενεστ. του ρ. ведать, παλ. κλίση)ξέρει•Бог весть ο Θεός ξέρει.
-
15 известие
-я ουδ.είδηση, νέο• πληροφορία•известие об отставке правительства η είδηση για την παραίτηση της κυβέρνησης•
о нём нет никакого известиея γι' αυτόν δεν υπάρχει καμιά πληροφορία•
газета «Известия» η εφημερίδα τα «Νέα».
|| δελτίο•-я Академии Наук δελτίο της Ακαδημίας επιστημών.
εκφρ.последние известиея – οι τελευταίες ειδήσεις. -
16 новость
-и θ., γεν. πλθ. -й.1. το καινούριο, το νέο.2. είδηση•-и дня τα νέα της μέρας•
приятная новость ευχάριστη είδηση.
-
17 слух
-а α.1. ακοή• αυτί•ухо слух орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής•
острый слух οξεία ακοή•
это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί.
|| μουσική αίσθηση, αυτί•играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)•
музыкальный слух μουσικό αυτί•
хороший слух καλό (μουσικό) αυτί.
2. μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη•циркулировали разные -и κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες•
о них не было -а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση.
εκφρ.на слух – με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα-ζόμενος•по -ам – ακουστά•я его знаю только по -ам – τον έχω μόνο ακουστά•обратиться ή превратиться в слух – εντείνω την ακοή, τεντώνω τ αυτί, είμαι όλος αυτιά•ходит слух – κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται. -
18 утка
-и θ.1. πάπια, νήσσα•дикая утка αγριόπαπια•
домашняя утка κατοικίδια (οικοδίαιτη)πάπια.
2. μτφ. είδηση ψευδής• διάδοση•газетная утка ψευδής είδηση εφημερίδας•
3. ουροδοχείο. -
19 привезти
1. (доставить при помощи средств передвижения) μεταφέρω 2. (приехав, иметь с собой что-л предназначенное для передачи) φέρω μαζί μου, κομίζω 3. (приехав, сообщить какие-л. сведения) φέρω πληροφορίες/είδηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привезти
-
20 сведение
1. (известие, сообщение) η πληροφορί/αη είδηση2. (осведомлённость в чём-л.) η ενημέρωσηдоводить до - я πληρωφορώ, ενημερώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сведение
См. также в других словарях:
είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… … Dictionary of Greek
είδηση — η 1. γνώση, εμπειρία: Δεν έχω είδηση από πυρηνική φυσική. 2. άγγελμα, πληροφορία, μήνυμα: Δεν έχουμε περισσότερες ειδήσεις για το ναυάγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek
χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek
Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… … Dictionary of Greek
άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… … Dictionary of Greek